προϊοντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προϊοντικός | η | προϊοντική | το | προϊοντικό |
| γενική | του | προϊοντικού | της | προϊοντικής | του | προϊοντικού |
| αιτιατική | τον | προϊοντικό | την | προϊοντική | το | προϊοντικό |
| κλητική | προϊοντικέ | προϊοντική | προϊοντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προϊοντικοί | οι | προϊοντικές | τα | προϊοντικά |
| γενική | των | προϊοντικών | των | προϊοντικών | των | προϊοντικών |
| αιτιατική | τους | προϊοντικούς | τις | προϊοντικές | τα | προϊοντικά |
| κλητική | προϊοντικοί | προϊοντικές | προϊοντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.i.on.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ϊ‐ο‐ντι‐κός
Επίθετο
προϊοντικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με κάποιο προϊόν ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ↪ η προϊοντική μας γκάμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προϊόν
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.