προτζέκτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προτζέκτορας οι προτζέκτορες
      γενική του προτζέκτορα των προτζεκτόρων
    αιτιατική τον προτζέκτορα τους προτζέκτορες
     κλητική προτζέκτορα προτζέκτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτζέκτορας < αγγλική projector < project < λατινική proiectum, ουδέτερο του proiectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος proicio < iacio

Ουσιαστικό

προτζέκτορας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.