προτζέκτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προτζέκτορας | οι | προτζέκτορες |
| γενική | του | προτζέκτορα | των | προτζεκτόρων |
| αιτιατική | τον | προτζέκτορα | τους | προτζέκτορες |
| κλητική | προτζέκτορα | προτζέκτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πρότζεκτ
Μεταφράσεις
προτζέκτορας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.