πρότζεκτ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρότζεκτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική project < λατινική proiectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος proicio < iacio

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.d͡zekt/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρότζεκτ

Ουσιαστικό

πρότζεκτ ουδέτερο άκλιτο

  1. εκπαιδευτική μέθοδος με ανάθεση εργασιών σε ομάδες μαθητών
  2. ερευνητικό ή εργασιακό πρόγραμμα που η επίτευξη του στόχου βασίζεται σε ομαδική εργασία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.