προτείχιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προτείχιο | τα | προτείχια |
| γενική | του | προτείχιου & προτειχίου |
των | προτείχιων & προτειχίων |
| αιτιατική | το | προτείχιο | τα | προτείχια |
| κλητική | προτείχιο | προτείχια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προτείχιο < μεσαιωνική ελληνική προτείχιον[1], ουδέτερο του προτείχιος[1] < αρχαία ελληνική πρό + τεῖχος
Ουσιαστικό
προτείχιο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική, ιστορία) οχυρωματικό έργο μπροστά από τον περίβολο των παλιότερων οχυρωμένων πόλεων
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προτειχίζω και τείχος
Μεταφράσεις
προτείχιο
|
|
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- προτείχιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
- προτείχιος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.