προτασιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτασιακός η προτασιακή το προτασιακό
      γενική του προτασιακού της προτασιακής του προτασιακού
    αιτιατική τον προτασιακό την προτασιακή το προτασιακό
     κλητική προτασιακέ προτασιακή προτασιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτασιακοί οι προτασιακές τα προτασιακά
      γενική των προτασιακών των προτασιακών των προτασιακών
    αιτιατική τους προτασιακούς τις προτασιακές τα προτασιακά
     κλητική προτασιακοί προτασιακές προτασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προτασιακός , (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική propositionnel[1][2]

Επίθετο

προτασιακός

  • (λογική) που έχει σχέση με την (λογική) πρόταση[2]

Πολυλεκτικοί όροι

Αναφορές

  1. ΟΡΟΓΡΑΜΜΑ - Αρ.140 Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2016, σελ. 3. Πρόσβαση 2020-02-24
  2. «προτασιακός -ή -ό», στην Παράλληλη αναζήτηση του ιστότοπου: greek language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.