προσύνταξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσύνταξη οι προσυντάξεις
      γενική της προσύνταξης* των προσυντάξεων
    αιτιατική την προσύνταξη τις προσυντάξεις
     κλητική προσύνταξη προσυντάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσυντάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσύνταξη < προ- + σύνταξη

Ουσιαστικό

προσύνταξη θηλυκό

  1. σύνταξη που παίρνεται πριν το κανονικό όριο ηλικίας
  2. η πρόωρη σύνταξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.