προσυνταξιοδοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσυνταξιοδοτικός η προσυνταξιοδοτική το προσυνταξιοδοτικό
      γενική του προσυνταξιοδοτικού της προσυνταξιοδοτικής του προσυνταξιοδοτικού
    αιτιατική τον προσυνταξιοδοτικό την προσυνταξιοδοτική το προσυνταξιοδοτικό
     κλητική προσυνταξιοδοτικέ προσυνταξιοδοτική προσυνταξιοδοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσυνταξιοδοτικοί οι προσυνταξιοδοτικές τα προσυνταξιοδοτικά
      γενική των προσυνταξιοδοτικών των προσυνταξιοδοτικών των προσυνταξιοδοτικών
    αιτιατική τους προσυνταξιοδοτικούς τις προσυνταξιοδοτικές τα προσυνταξιοδοτικά
     κλητική προσυνταξιοδοτικοί προσυνταξιοδοτικές προσυνταξιοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσυνταξιοδοτικός < προσύνταξη

Επίθετο

προσυνταξιοδοτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.