προσωπομετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωπομετρικός η προσωπομετρική το προσωπομετρικό
      γενική του προσωπομετρικού της προσωπομετρικής του προσωπομετρικού
    αιτιατική τον προσωπομετρικό την προσωπομετρική το προσωπομετρικό
     κλητική προσωπομετρικέ προσωπομετρική προσωπομετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωπομετρικοί οι προσωπομετρικές τα προσωπομετρικά
      γενική των προσωπομετρικών των προσωπομετρικών των προσωπομετρικών
    αιτιατική τους προσωπομετρικούς τις προσωπομετρικές τα προσωπομετρικά
     κλητική προσωπομετρικοί προσωπομετρικές προσωπομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσωπομετρικός < προσωπομετρία + -ικός

Επίθετο

προσωπομετρικός -ή -ό

  1. που έχει σχέση με την προσωπομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προσωπομετρική: η προσωπομετρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.