προσωπομετρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωπομετρική οι προσωπομετρικές
      γενική της προσωπομετρικής των προσωπομετρικών
    αιτιατική την προσωπομετρική τις προσωπομετρικές
     κλητική προσωπομετρική προσωπομετρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωπομετρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου προσωπομετρικός

Ουσιαστικό

προσωπομετρική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

προσωπομετρική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.