προσωδιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσωδιακός | η | προσωδιακή | το | προσωδιακό |
| γενική | του | προσωδιακού | της | προσωδιακής | του | προσωδιακού |
| αιτιατική | τον | προσωδιακό | την | προσωδιακή | το | προσωδιακό |
| κλητική | προσωδιακέ | προσωδιακή | προσωδιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσωδιακοί | οι | προσωδιακές | τα | προσωδιακά |
| γενική | των | προσωδιακών | των | προσωδιακών | των | προσωδιακών |
| αιτιατική | τους | προσωδιακούς | τις | προσωδιακές | τα | προσωδιακά |
| κλητική | προσωδιακοί | προσωδιακές | προσωδιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσωδιακός < ελληνιστική κοινή προσῳδιακός < αρχαία ελληνική προσῳδία
Συγγενικά
- προσωδιακά
- → δείτε τη λέξη προσωδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.