προσχολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσχολικός | η | προσχολική | το | προσχολικό |
| γενική | του | προσχολικού | της | προσχολικής | του | προσχολικού |
| αιτιατική | τον | προσχολικό | την | προσχολική | το | προσχολικό |
| κλητική | προσχολικέ | προσχολική | προσχολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσχολικοί | οι | προσχολικές | τα | προσχολικά |
| γενική | των | προσχολικών | των | προσχολικών | των | προσχολικών |
| αιτιατική | τους | προσχολικούς | τις | προσχολικές | τα | προσχολικά |
| κλητική | προσχολικοί | προσχολικές | προσχολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
προσχολικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προσχολικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.