μετασχολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετασχολικός η μετασχολική το μετασχολικό
      γενική του μετασχολικού της μετασχολικής του μετασχολικού
    αιτιατική τον μετασχολικό τη μετασχολική το μετασχολικό
     κλητική μετασχολικέ μετασχολική μετασχολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετασχολικοί οι μετασχολικές τα μετασχολικά
      γενική των μετασχολικών των μετασχολικών των μετασχολικών
    αιτιατική τους μετασχολικούς τις μετασχολικές τα μετασχολικά
     κλητική μετασχολικοί μετασχολικές μετασχολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετασχολικός < μετα- + σχολικός

Επίθετο

μετασχολικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.