προσχηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσχηματικός η προσχηματική το προσχηματικό
      γενική του προσχηματικού της προσχηματικής του προσχηματικού
    αιτιατική τον προσχηματικό την προσχηματική το προσχηματικό
     κλητική προσχηματικέ προσχηματική προσχηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσχηματικοί οι προσχηματικές τα προσχηματικά
      γενική των προσχηματικών των προσχηματικών των προσχηματικών
    αιτιατική τους προσχηματικούς τις προσχηματικές τα προσχηματικά
     κλητική προσχηματικοί προσχηματικές προσχηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσχηματικός < πρόσχημα, προσχηματ- + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.sçi.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσχηματικός

Επίθετο

προσχηματικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.