προσυλλογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσυλλογιστικός | η | προσυλλογιστική | το | προσυλλογιστικό |
| γενική | του | προσυλλογιστικού | της | προσυλλογιστικής | του | προσυλλογιστικού |
| αιτιατική | τον | προσυλλογιστικό | την | προσυλλογιστική | το | προσυλλογιστικό |
| κλητική | προσυλλογιστικέ | προσυλλογιστική | προσυλλογιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσυλλογιστικοί | οι | προσυλλογιστικές | τα | προσυλλογιστικά |
| γενική | των | προσυλλογιστικών | των | προσυλλογιστικών | των | προσυλλογιστικών |
| αιτιατική | τους | προσυλλογιστικούς | τις | προσυλλογιστικές | τα | προσυλλογιστικά |
| κλητική | προσυλλογιστικοί | προσυλλογιστικές | προσυλλογιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσυλλογιστικός < προσυλλογίζομαι + -τικός
Μεταφράσεις
προσυλλογιστικός
|
|
Πηγές
- προσυλλογιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.