προστυχόλογο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προστυχόλογο τα προστυχόλογα
      γενική του προστυχόλογου των προστυχόλογων
    αιτιατική το προστυχόλογο τα προστυχόλογα
     κλητική προστυχόλογο προστυχόλογα
Συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστυχόλογο < πρόστυχ(ος) + -ό- + -λογο [1][2][3]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.stiˈxo.lo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προστυχόλογο

Ουσιαστικό

προστυχόλογο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προστυχόλογο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
  2. προστυχόλογα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «προστυχόλογα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.