προστυχόκοσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προστυχόκοσμος οι προστυχόκοσμοι
      γενική του προστυχόκοσμου των προστυχόκοσμων
    αιτιατική τον προστυχόκοσμο τους προστυχόκοσμους
     κλητική προστυχόκοσμε προστυχόκοσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστυχόκοσμος < πρόστυχος + -ο- + κόσμος

Ουσιαστικό

προστυχόκοσμος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.