προστυχάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προστυχάνθρωπος οι προστυχάνθρωποι
      γενική του προστυχανθρώπου των προστυχανθρώπων
    αιτιατική τον προστυχάνθρωπο τους προστυχανθρώπους
     κλητική προστυχάνθρωπε προστυχάνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστυχάνθρωπος < πρόστυχος + -ο- + άνθρωπος

Ουσιαστικό

προστυχάνθρωπος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.