προστυχάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προστυχάνθρωπος | οι | προστυχάνθρωποι |
| γενική | του | προστυχανθρώπου | των | προστυχανθρώπων |
| αιτιατική | τον | προστυχάνθρωπο | τους | προστυχανθρώπους |
| κλητική | προστυχάνθρωπε | προστυχάνθρωποι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
προστυχάνθρωπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.