προστατευτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προστατευτικότητα | οι | προστατευτικότητες |
| γενική | της | προστατευτικότητας | των | προστατευτικοτήτων |
| αιτιατική | την | προστατευτικότητα | τις | προστατευτικότητες |
| κλητική | προστατευτικότητα | προστατευτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προστατευτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προστατευτικότης, από την αιτιατική «προστατευτικότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε προστατευτικ(ός) + -ότητα
- Πρώτη μαρτυρία 1898[1]
Συγγενικά
- υπερπροστατευτικότητα
- → δείτε τις λέξεις προστατεύω και προστάτης
Μεταφράσεις
προστατευτικότητα
|
|
Αναφορές
- σελ. 858, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- προστατευτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προστατευτικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.