προσπόριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσπόριση | οι | προσπορίσεις |
| γενική | της | προσπόρισης* | των | προσπορίσεων |
| αιτιατική | την | προσπόριση | τις | προσπορίσεις |
| κλητική | προσπόριση | προσπορίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσπορίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσπόριση < προσπορίζω + -ση < αρχαία ελληνική προσπορίζω < πορίζω < πόρος < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (περνώ)
Μεταφράσεις
προσπόριση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.