προσομοιωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσομοιωτής οι προσομοιωτές
      γενική του προσομοιωτή των προσομοιωτών
    αιτιατική τον προσομοιωτή τους προσομοιωτές
     κλητική προσομοιωτή προσομοιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσομοιωτής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προσομοιωτής αρσενικό

  • (τεχνολογία) μηχανή που αναπαριστά τις πραγματικές συνθήκες μιας δραστηριότητας, επιτρέποντας έτσι την ρεαλιστική εκμάθησή της
    προσομοιωτής οδήγησης
    προσομοιωτής πτήσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.