προσληπτέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσληπτέος η προσληπτέα το προσληπτέο
      γενική του προσληπτέου της προσληπτέας του προσληπτέου
    αιτιατική τον προσληπτέο την προσληπτέα το προσληπτέο
     κλητική προσληπτέε προσληπτέα προσληπτέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσληπτέοι οι προσληπτέες τα προσληπτέα
      γενική των προσληπτέων των προσληπτέων των προσληπτέων
    αιτιατική τους προσληπτέους τις προσληπτέες τα προσληπτέα
     κλητική προσληπτέοι προσληπτέες προσληπτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσληπτέος < αρχαία ελληνική προσληπτέος

Επίθετο

προσληπτέος, -α, -ο

  • που πρέπει να προσληφθεί, έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα ή έχει πετύχει σε διαγωνισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.