προσκυνητάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσκυνητάρι τα προσκυνητάρια
      γενική του προσκυνηταριού των προσκυνηταριών
    αιτιατική το προσκυνητάρι τα προσκυνητάρια
     κλητική προσκυνητάρι προσκυνητάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκυνητάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική προσκυνητ(άριον) με -άρι < προσκυνητήριον < (ελληνιστική κοινή) προσκυνητήριον

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.sci.niˈta.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσκυνητάρι

Ουσιαστικό

προσκυνητάρι ουδέτερο

  1. (εκκλησιαστικός όρος) μικρό έπιπλο σαν αναλόγιο μέσα στους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς όπου τοποθετείται το Ευαγγέλιο ή η εικόνα του Αγίου που γιορτάζει προκειμένου να προσκυνούν οι προσερχόμενοι πιστοί
  2. μικρό κτίσμα που μοιάζει με ναό στο οποίο τοποθετείται εικόνα Αγίου (τοποθετείται συχνά στην άκρη του δρόμου όπου έχει συμβεί ατύχημα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.