προσκυνητάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσκυνητάρι | τα | προσκυνητάρια |
| γενική | του | προσκυνηταριού | των | προσκυνηταριών |
| αιτιατική | το | προσκυνητάρι | τα | προσκυνητάρια |
| κλητική | προσκυνητάρι | προσκυνητάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσκυνητάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική προσκυνητ(άριον) με -άρι < προσκυνητήριον < (ελληνιστική κοινή) προσκυνητήριον
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.sci.niˈta.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σκυ‐νη‐τά‐ρι
Ουσιαστικό
προσκυνητάρι ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) μικρό έπιπλο σαν αναλόγιο μέσα στους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς όπου τοποθετείται το Ευαγγέλιο ή η εικόνα του Αγίου που γιορτάζει προκειμένου να προσκυνούν οι προσερχόμενοι πιστοί
- μικρό κτίσμα που μοιάζει με ναό στο οποίο τοποθετείται εικόνα Αγίου (τοποθετείται συχνά στην άκρη του δρόμου όπου έχει συμβεί ατύχημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προσκυνάω
Μεταφράσεις
προσκυνητάρι
|
|
Πηγές
- προσκυνητάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.