προσκυνητάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

προσκυνητάριον < προσκυνη(τήριον) + -(τ)άριον < (ελληνιστική κοινή) προσκυνητήριον

Ουσιαστικό

προσκυνητάριον ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.