αναλόγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναλόγιο | τα | αναλόγια |
| γενική | του | αναλόγιου & αναλογίου |
των | αναλόγιων & αναλογίων |
| αιτιατική | το | αναλόγιο | τα | αναλόγια |
| κλητική | αναλόγιο | αναλόγια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναλόγιο < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.