προσκοπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσκοπικός η προσκοπική το προσκοπικό
      γενική του προσκοπικού της προσκοπικής του προσκοπικού
    αιτιατική τον προσκοπικό την προσκοπική το προσκοπικό
     κλητική προσκοπικέ προσκοπική προσκοπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσκοπικοί οι προσκοπικές τα προσκοπικά
      γενική των προσκοπικών των προσκοπικών των προσκοπικών
    αιτιατική τους προσκοπικούς τις προσκοπικές τα προσκοπικά
     κλητική προσκοπικοί προσκοπικές προσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσκοπικός < πρόσκοπος + -ικός

Επίθετο

προσκοπικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.