προσκοπικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσκοπικά < προσκοπικός + -ά
Συγγενικά
- προσκοπικός
- → δείτε τη λέξη πρόσκοπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.