προσιτότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσιτότητα οι προσιτότητες
      γενική της προσιτότητας των προσιτοτήτων
    αιτιατική την προσιτότητα τις προσιτότητες
     κλητική προσιτότητα προσιτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσιτότητα < προσιτός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική accessibilité[1])

Ουσιαστικό

προσιτότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. προσιτότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.