απογειώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απογειώνομαι | απογειωνόμουν(α) | θα απογειώνομαι | να απογειώνομαι | ||
| β' ενικ. | απογειώνεσαι | απογειωνόσουν(α) | θα απογειώνεσαι | να απογειώνεσαι | (απογειώνου) | |
| γ' ενικ. | απογειώνεται | απογειωνόταν(ε) | θα απογειώνεται | να απογειώνεται | ||
| α' πληθ. | απογειωνόμαστε | απογειωνόμαστε απογειωνόμασταν |
θα απογειωνόμαστε | να απογειωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | απογειώνεστε | απογειωνόσαστε απογειωνόσασταν |
θα απογειώνεστε | να απογειώνεστε | (απογειώνεστε) | |
| γ' πληθ. | απογειώνονται | απογειώνονταν απογειωνόντουσαν |
θα απογειώνονται | να απογειώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απογειώθηκα | θα απογειωθώ | να απογειωθώ | απογειωθεί | ||
| β' ενικ. | απογειώθηκες | θα απογειωθείς | να απογειωθείς | απογειώσου | ||
| γ' ενικ. | απογειώθηκε | θα απογειωθεί | να απογειωθεί | |||
| α' πληθ. | απογειωθήκαμε | θα απογειωθούμε | να απογειωθούμε | |||
| β' πληθ. | απογειωθήκατε | θα απογειωθείτε | να απογειωθείτε | απογειωθείτε | ||
| γ' πληθ. | απογειώθηκαν απογειωθήκαν(ε) |
θα απογειωθούν(ε) | να απογειωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απογειωθεί | είχα απογειωθεί | θα έχω απογειωθεί | να έχω απογειωθεί | απογειωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις απογειωθεί | είχες απογειωθεί | θα έχεις απογειωθεί | να έχεις απογειωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απογειωθεί | είχε απογειωθεί | θα έχει απογειωθεί | να έχει απογειωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απογειωθεί | είχαμε απογειωθεί | θα έχουμε απογειωθεί | να έχουμε απογειωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απογειωθεί | είχατε απογειωθεί | θα έχετε απογειωθεί | να έχετε απογειωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απογειωθεί | είχαν απογειωθεί | θα έχουν απογειωθεί | να έχουν απογειωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.