προικιό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προικιό τα προικιά
      γενική του προικιού των προικιών
    αιτιατική το προικιό τα προικιά
     κλητική προικιό προικιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προικιό < μεσαιωνική ελληνική προικιό[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική προίξ

Ουσιαστικό

προικιό ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) στοιχείο / μέρος της προίκας
  2. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: προικιά) τα ρούχα, σκεύη, κεντήματα κ.λπ. της νύφης, τα οποία παίρνει ως προίκα

Μεταφράσεις

  1. προικιό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προικιό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. προίκιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.