προειδοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προειδοποιητικός | η | προειδοποιητική | το | προειδοποιητικό |
| γενική | του | προειδοποιητικού | της | προειδοποιητικής | του | προειδοποιητικού |
| αιτιατική | τον | προειδοποιητικό | την | προειδοποιητική | το | προειδοποιητικό |
| κλητική | προειδοποιητικέ | προειδοποιητική | προειδοποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προειδοποιητικοί | οι | προειδοποιητικές | τα | προειδοποιητικά |
| γενική | των | προειδοποιητικών | των | προειδοποιητικών | των | προειδοποιητικών |
| αιτιατική | τους | προειδοποιητικούς | τις | προειδοποιητικές | τα | προειδοποιητικά |
| κλητική | προειδοποιητικοί | προειδοποιητικές | προειδοποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προειδοποιητικός < προειδοποιώ + -τικός
Επίθετο
προειδοποιητικός, -ή, -ό
- που προειδοποιεί, που έχει το χαρακτήρα της προειδοποίησης
- προειδοποιητική απεργία
Συγγενικά
- προειδοποιητικά
- → δείτε τη λέξη προειδοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.