προεδρείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προεδρείο | τα | προεδρεία |
| γενική | του | προεδρείου | των | προεδρείων |
| αιτιατική | το | προεδρείο | τα | προεδρεία |
| κλητική | προεδρείο | προεδρεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.eˈðɾi.o/
Ουσιαστικό
προεδρείο ουδέτερο
- τα πρόσωπα που έχουν οριστεί ή εκλεγεί για τον συντονισμό ή τη διεύθυνση μιας συνεδρίασης, συνέλευσης κ.λπ.
- το μέρος όπου κάθονται οι (1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.