προβολέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προβολέας οι προβολείς
      γενική του προβολέα
& προβολέως
των προβολέων
    αιτιατική τον προβολέα τους προβολείς
     κλητική προβολέα προβολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβολέας < λείπει η ετυμολογία
Προβολείς πάνω από θεατρική σκηνή.
Προβολέας σε αίθουσα διδασκαλίας.

Ουσιαστικό

προβολέας αρσενικό

  1. εξάρτημα ή συσκευή που παράγει έντονο φωτισμό σχετικά συγκεντρωμένο σε μία κατεύθυνση
  2. (κινηματογράφος) ειδικό μηχάνημα που προβάλλει κινηματογραφικό φιλμ
  3. ειδικό μηχάνημα που προβάλλει διαφάνειες

Εκφράσεις

  • οι προβολείς της δημοσιότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.