προβολέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προβολέας | οι | προβολείς |
| γενική | του | προβολέα & προβολέως |
των | προβολέων |
| αιτιατική | τον | προβολέα | τους | προβολείς |
| κλητική | προβολέα | προβολείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προβολέας < → λείπει η ετυμολογία

Προβολείς πάνω από θεατρική σκηνή.

Προβολέας σε αίθουσα διδασκαλίας.
Ουσιαστικό
προβολέας αρσενικό
- εξάρτημα ή συσκευή που παράγει έντονο φωτισμό σχετικά συγκεντρωμένο σε μία κατεύθυνση
- (κινηματογράφος) ειδικό μηχάνημα που προβάλλει κινηματογραφικό φιλμ
- ειδικό μηχάνημα που προβάλλει διαφάνειες
Εκφράσεις
- οι προβολείς της δημοσιότητας
Μεταφράσεις
προβολέας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.