προβοκάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προβοκάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική provocare < γαλλική provoquer < λατινική provocatio < provocatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος provoco < voco < πρωτοϊταλική *wōks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ)

Ρήμα

προβοκάρω (παθητική φωνή: προβοκάρομαι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.