προβλέψιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προβλέψιμος | η | προβλέψιμη | το | προβλέψιμο |
| γενική | του | προβλέψιμου | της | προβλέψιμης | του | προβλέψιμου |
| αιτιατική | τον | προβλέψιμο | την | προβλέψιμη | το | προβλέψιμο |
| κλητική | προβλέψιμε | προβλέψιμη | προβλέψιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προβλέψιμοι | οι | προβλέψιμες | τα | προβλέψιμα |
| γενική | των | προβλέψιμων | των | προβλέψιμων | των | προβλέψιμων |
| αιτιατική | τους | προβλέψιμους | τις | προβλέψιμες | τα | προβλέψιμα |
| κλητική | προβλέψιμοι | προβλέψιμες | προβλέψιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προβλέψιμος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prévisible
Επίθετο
προβλέψιμος, -η, -ο
- που μπορεί κάποιος να προβλέψει, να μαντέψει ότι θα γίνει
- μερικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι προβλέψιμες
- χωρίς αύξηση της τιμής στο προβλέψιμο μέλλον
Μεταφράσεις
προβλέψιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.