προακτέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προακτέος | η | προακτέα | το | προακτέο |
| γενική | του | προακτέου | της | προακτέας | του | προακτέου |
| αιτιατική | τον | προακτέο | την | προακτέα | το | προακτέο |
| κλητική | προακτέε | προακτέα | προακτέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προακτέοι | οι | προακτέες | τα | προακτέα |
| γενική | των | προακτέων | των | προακτέων | των | προακτέων |
| αιτιατική | τους | προακτέους | τις | προακτέες | τα | προακτέα |
| κλητική | προακτέοι | προακτέες | προακτέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προακτέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
προακτέος
- αυτός που αξίζει να ανέλθει στην κλίμακα ιεραρχίας και προβιβάζεται
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.