originate

Αγγλικά (en)

Ρήμα

originate (en)

χρήση προθέσεων

συνηθέστερο, λογιότερο: originate in*
σε μη συσχετισμένη δήλωση χρησιμοποιούμε in, όταν αναφέρονται σαφώς τα συσχετισμένα στοιχεία χρησιμοποιούμε και from
στα σχήματα: originate as και originate at τα as και at υπάγονται στην επόμενο τμήμα της φράσης και όχι στο ρήμα
(at για χρονικές στιγμές και τοποθεσίες)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.