πρεσαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρεσαδόρος οι πρεσαδόροι
      γενική του πρεσαδόρου των πρεσαδόρων
    αιτιατική τον πρεσαδόρο τους πρεσαδόρους
     κλητική πρεσαδόρε πρεσαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεσαδόρος < πρέσσα + -αδόρος < ιταλική pressa < γαλλική presse < presser < λατινική presso, θαμιστικό τού premo

Ουσιαστικό

πρεσαδόρος αρσενικό (θηλυκό πρεσαδόρα)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πρεσαδόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πρεσαδόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.