πρεσαδόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρεσαδόρα οι πρεσαδόρες
      γενική της πρεσαδόρας των πρεσαδόρων
    αιτιατική την πρεσαδόρα τις πρεσαδόρες
     κλητική πρεσαδόρα πρεσαδόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεσαδόρα < πρεσαδόρος + < πρέσα < ιταλική pressa < γαλλική presse < presser < λατινική presso, θαμιστικό τού premo

Ουσιαστικό

πρεσαδόρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πρεσαδόρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.