πρεμιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρεμιέρα οι πρεμιέρες
      γενική της πρεμιέρας
    αιτιατική την πρεμιέρα τις πρεμιέρες
     κλητική πρεμιέρα πρεμιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεμιέρα < (λόγιο δάνειο) γαλλική première[1]

Ουσιαστικό

πρεμιέρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.