επί ποδός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επί ποδός < αρχαία ελληνική ἐπί + γενική ενικού του πούς
Έκφραση
επί ποδός
- (κυριολεκτικά) που στέκεται στα πόδια του, όρθιος
- (μεταφορικά) έτοιμος, σε ετοιμότητα
- Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου οι δυνάμεις της Τροχαίας βρίσκονταν επί ποδός για να διευκολύνουν την επιστροφή των εκδρομέων.
Μεταφράσεις
επί ποδός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.