αβρόχοις ποσί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αβρόχοις ποσί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβρόχοις ποσί, κυριολεκτικά: με στεγνά πόδια (όπως σε διάβαση ποταμού). Δείτε το άβροχος & πους στη αρχαία (δοτική) πληθυντικού ἀβρόχοις & ποσί. Από βιβλική έκφραση για τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας. Περισσότερα στο ἀβρόχοις ποσί.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvɾoçis poˈsi/
Έκφραση
αβρόχοις ποσί
Πηγές
- αβρόχοις ποσί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- άβροχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άβροχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.