πτολίπορθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
πτολίπορθος, -ος, -ον
- αυτός που εκπορθεί πόλεις, αυτός που λεηλατεί πόλεις
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 442 (στίχοι 442-444)
- ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὲ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς | πολλάκι γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος κρέας ὀπτὸν | ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν.
- Γιατί κι ο φημισμένος πορθητής | πολλές φορές στα γόνατά του με κανάκεψε — ο Οδυσσέας· στα χέρια μου έβαλε κρέας ψημένο, | στα χείλη μου έφερε να πιω το κόκκινο κρασί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὲ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς | πολλάκι γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος κρέας ὀπτὸν | ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 550 (στίχοι 550-551)
- αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὡς ἐνόησεν Ἀχιλλῆα πτολίπορθον, | ἔστη, πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε μένοντι·
- Και άμ᾽ ο Αγήνωρ νόησε τον πορθητήν Πηλείδην | εστάθη και στα στήθη του τρικύμιζε η καρδιά του.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὡς ἐνόησεν Ἀχιλλῆα πτολίπορθον, | ἔστη, πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε μένοντι·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, ΑΛΚΙΜΕΔΟΝΤΙ ΑΙΓΙΝΗΤΗΙ ΠΑΙΔΙ ΠΑΛΑΙΣΤΗΙ, 8.34-8.36
- ὀρνυμένων πολέμων | πτολιπόρθοις ἐν μάχαις | λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν.
- καθώς θε να ξεσπούσαν πολέμοι, | μέσα στις μάχες που τις πολιτείες ρημάζουν | ν᾽ αφανιστεί κι αυτό σε σύγνεφα καπνού.
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ὀρνυμένων πολέμων | πτολιπόρθοις ἐν μάχαις | λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 442 (στίχοι 442-444)
Συνώνυμα
Πηγές
- πτολίπορθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτολίπορθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.