πτολιπόρθιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
πτολιπόρθιος, -ος, -ον
- αυτός που εκπορθεί πόλεις, αυτός που ερημώνει περιοχή με πόλεις
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 530 (στίχοι 530-531)
- δὸς μὴ Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι | υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾽ ἔχοντα.
- δώσε ποτέ να μη γυρίσει στην πατρίδα του ο πορθητής της Τροίας Οδυσσεύς, | γιος του Λαέρτη, που έχει το σπιτικό του στην Ιθάκη.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- δὸς μὴ Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι | υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾽ ἔχοντα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 504 (στίχοι 502-505)
- «Κύκλωψ, αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων | ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν, | φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι, | υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾽ ἔχοντα.»
- «Κύκλωπα, αν κάποιος κάποτε απ᾽ τους θνητούς ανθρώπους | ρωτήσει ποιος σου χάλασε το μάτι, ποιος σε τύφλωσε, | να πεις: «Ο Οδυσσεύς μού το ᾽βγαλε, ο πορθητής, | γιος του Λαέρτη, που έχει το σπιτικό του στην Ιθάκη.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «Κύκλωψ, αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων | ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν, | φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι, | υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾽ ἔχοντα.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 530 (στίχοι 530-531)
Συνώνυμα
Πηγές
- πτολιπόρθιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτολιπόρθιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.