τσιλιβήθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιλιβήθρα | οι | τσιλιβήθρες |
| γενική | της | τσιλιβήθρας | των | (τσιλιβηθρών) |
| αιτιατική | την | τσιλιβήθρα | τις | τσιλιβήθρες |
| κλητική | τσιλιβήθρα | τσιλιβήθρες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιλιβήθρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çilimi + -ήθρα
Ουσιαστικό
τσιλιβήθρα θηλυκό
- (πτηνό) άλλη ονομασία του πουλιού σουσουράδα
- (μεταφορικά) χαϊδευτικά το πολύ μικρόσωμο και αδύνατο άτομο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.