μηχάνευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχάνευμα τα μηχανεύματα
      γενική του μηχανεύματος των μηχανευμάτων
    αιτιατική το μηχάνευμα τα μηχανεύματα
     κλητική μηχάνευμα μηχανεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχάνευμα < μηχανεύομαι + -μα

Ουσιαστικό

μηχάνευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.