πονήρευμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πονήρευμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πονήρευμα. Συγκρίνετε με το πονήρεμα.
Πηγές
- πονήρευμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πονήρευμᾰ | τὰ | πονηρεύμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | πονηρεύμᾰτος | τῶν | πονηρευμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | πονηρεύμᾰτῐ | τοῖς | πονηρεύμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | πονήρευμᾰ | τὰ | πονηρεύμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | πονήρευμᾰ | πονηρεύμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πονηρεύμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πονηρευμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πονήρευμα < πονηρεύ(ομαι) + -μα
Ουσιαστικό
πονήρευμα ουδέτερο
- (συχνά στον πληθυνικό πονηρεύματα) παλιανθρωπιές, πονηριές, απάτες, κόλπα, καμώματα, απατεωνιές
- ※ ὄντας Ἀθηναίους τὰ τοῦ Πέρσου πονηρεύματα μιμεῖσθαι.
- Ael. Ar. Orat. 34 437@perseus.tufts.edu Aristides, Aelius. Aristides. ex recensione Guilielmi Dindorfii. Leipzig. Weidmann. 1829. 1-2.
- ※ ὄντας Ἀθηναίους τὰ τοῦ Πέρσου πονηρεύματα μιμεῖσθαι.
Πηγές
- πονήρευμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πονήρευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.