πολύανδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύανδρος | η | πολύανδρη | το | πολύανδρο |
| γενική | του | πολύανδρου | της | πολύανδρης | του | πολύανδρου |
| αιτιατική | τον | πολύανδρο | την | πολύανδρη | το | πολύανδρο |
| κλητική | πολύανδρε | πολύανδρη | πολύανδρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύανδροι | οι | πολύανδρες | τα | πολύανδρα |
| γενική | των | πολύανδρων | των | πολύανδρων | των | πολύανδρων |
| αιτιατική | τους | πολύανδρους | τις | πολύανδρες | τα | πολύανδρα |
| κλητική | πολύανδροι | πολύανδρες | πολύανδρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύανδρος < αρχαία ελληνική πολύανδρος < πολύς + ἀνήρ
Μεταφράσεις
πολύανδρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.