πολυσακχαρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυσακχαρίτης οι πολυσακχαρίτες
      γενική του πολυσακχαρίτη των πολυσακχαριτών
    αιτιατική τον πολυσακχαρίτη τους πολυσακχαρίτες
     κλητική πολυσακχαρίτη πολυσακχαρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυσακχαρίτης < πολυ- + σακχαρίτης.

Ουσιαστικό

πολυσακχαρίτης αρσενικό, πολυσακχαρίτες πληθυντικός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.