μη σακχαροειδής πολυσακχαρίτης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μη σακχαροειδής πολυσακχαρίτης :  δείτε τις λέξεις μη, σακχαροειδής και πολυσακχαρίτης

Πολυλεκτικός όρος

μη σακχαροειδής πολυσακχαρίτης αρσενικό

  • Οι μη σακχαροειδείς πολυσακχαρίτες είναι χημικές ενώσεις με πολύ μεγάλο -αλλά άγνωστο- μοριακό βάρος που προέρχονται από την ένωση πολλών μορίων σακχάρων. Δεν έχουν καμία ομοιότητα με τους μονοσακχαρίτες ή τους ολιγοσακχαρίτες. Είναι σώματα άχρωμα, αδιάλυτα στο νερό, χωρίς γλυκιά γεύση. Δεν παρουσιάζουν αναγωγικές ιδιότητες.
Το άμυλο και η κυτταρίνη ανήκουν στους μη σακχαροειδείς πολυσακχαρίτες.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.