ολιγοσακχαρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ολιγοσακχαρίτης | οι | ολιγοσακχαρίτες |
| γενική | του | ολιγοσακχαρίτη | των | ολιγοσακχαριτών |
| αιτιατική | τον | ολιγοσακχαρίτη | τους | ολιγοσακχαρίτες |
| κλητική | ολιγοσακχαρίτη | ολιγοσακχαρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολιγοσακχαρίτης < ολίγο- + σακχαρίτης.
Ουσιαστικό
ολιγοσακχαρίτης αρσενικό, ολιγοσακχαρίτες πληθυντικός
- Οι ολιγοσακχαρίτες είναι χημικές ενώσεις που προέρχονται από την ένωση δύο, τριών, τεσσάρων κ.ο.κ. μορίων μονοσακχαριτών και χαρακτηρίζονται αντίστοιχα ως δισακχαρίτες, τρισακχαρίτες, τετρασακχαρίτες κ.ο.κ. Είναι σώματα κρυσταλλικά, άχρωμα, με γλυκιά γεύση, διαλυτά στο νερό. Μερικοί από αυτούς παρουσιάζουν τις αναγωγικές ιδιότητες των μονοσακχάρων, ενώ άλλοι όχι.
- Ολιγοσακχαρίτες είναι το καλαμοσάκχαρο, το γαλακτοσάκχαρο κ.α.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.